Σάββατο 3 Μαΐου 2014

ΕΠΙΤΟΜΗ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΘΕΣΜΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ


Είναι πρωταρχικό σημαντικό ιστορικό χρέος , κυρίως των ανθρώπων της αυτοδιοίκησης, να μην ξεχνούμε ποτέ ότι έγιναν πολλοί, επίπονοι και  μεγάλοι αγώνες μέχρι να καταφέρει η δημοκρατική παράταξη να  εισάγει στην ελληνική κοινωνία τις τεράστιες θεσμικές αλλαγές με το νόμο 2218/1994, ο οποίος καθιέρωνε την αιρετή νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, λίγα χρόνια αργότερα τον Καποδίστρια (1997) , ο οποίος μετέβαλε τα διοικητικά όρια των πρωτοβάθμιων Ο.Τ.Α. μέσω συνενώσεων, αφήνοντας όμως ανέπαφο τον θεσμικό χαρακτήρα τους για να ολοκληρώσει, το 2010, με τον Καλλικράτη, την περαιτέρω συνένωση των πρωτοβάθμιων Ο.Τ.Α. και την κατάργηση των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων , αντικαθιστώντας τις ως δευτεροβάθμιους Ο.Τ.Α. από τις περιφέρειες.
Αυτά έχει μεγάλη αξία να τα θυμόμαστε κάθε φορά και να τα διαφυλάττουμε ως μείζονα κεκτημένα, καθώς  βιώνουμε δύσκολα χρόνια για την Αυτοδιοίκηση, με βαθιές οικονομικές περικοπές στους πόρους της, νομοθετικές παρεμβάσεις που αλλοιώνουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αυτονομία του θεσμού και τέλος εξωθεσμικές αλλά στοχευμένες και επικίνδυνες εκστρατείες απαξίωσης, με αλλεπάλληλες και απροκάλυπτες νομοθετικές και διοικητικές παρεμβάσεις, που συνεπάγονται μια συστηματική και σε βάθος υπονόμευση των βασικών αρχών που αποτελούν την πεμπτουσία της. Το χειρότερο δε από όλα είναι ότι οι αρχές αυτές είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες, με αποτέλεσμα οι παραπάνω παρεμβάσεις να αγγίζουν συχνά τα όρια της συνταγματικής εκτροπής.
Δυστυχώς το πολιτικό μας σύστημα, το οποίο εδώ και καιρό παραδέρνει αποδυναμωμένο και αποσταθεροποιημένο στη δίνη της οικονομικής κρίσης, δεν έχει συνειδητοποιήσει αυτήν την απλή πραγματικότητα. Αντίθετα, το τελευταίο διάστημα αντιμετωπίζει την Τοπική Αυτοδιοίκηση με μια μίζερη και στενόμυαλη λογική, διολισθαίνοντας όλο και περισσότερο σε λύσεις που όχι μόνον αποτελούν οπισθοδρόμηση, σε σχέση με τα έως τώρα κεκτημένα, αλλά και οδηγούν σε συνεχείς παραβιάσεις των συνταγματικών αρχών που οριοθετούν την έννοια και τον ρόλο της Αυτοδιοίκησης.
Στο σημείο αυτό, βέβαια, απαιτούνται ορισμένες βασικές διευκρινίσεις, προκειμένου να μην υπάρξουν παρανοήσεις:
Κανείς, εν πρώτοις, δεν μπορεί να ισχυρισθεί σοβαρά ότι ο χώρος της Αυτοδιοίκησης είναι «ο άσπιλος και αμόλυντος»  σε ό,τι αφορά την διασπάθιση δημόσιου χρήματος και κατ’ επέκταση ότι δεν απαιτούνται και εδώ μέτρα που θα διασφαλίζουν διαφανέστερη και ορθολογικότερη διαχείριση των πόρων της.
Από το σημείο όμως αυτό, που αποτελεί νομίζω κοινό τόπο σε όλους τους απροκατάληπτους και ανιδιοτελείς αυτοδιοικητικούς, μέχρι την κυβερνητική πολιτική των τελευταίων χρόνων, που εκφράζεται με αλλεπάλληλες, άστοχες, αντιφατικές και θεσμικά επικίνδυνες πολιτικές, υπάρχει μια τεράστια απόσταση. Διότι εν προκειμένω δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με περιοριστικές πολιτικές που αποσκοπούν στην προσαρμογή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην νέα οικονομική συγκυρία. Αντίθετα, έχουμε να κάνουμε με πολιτικές που αναιρούν την ίδια την ουσία της Αυτοδιοίκησης, καθιστώντας την σταδιακά ένα πουκάμισο αδειανό, ένα κέλυφος κενό θεσμικού και πολιτικού περιεχομένου.
Ο σχετικός προβληματισμός, βέβαια, ιδίως όσον αφορά την συνταγματική του διάσταση, έχει ευρύτερο περιεχόμενο, καθώς αγγίζει την ίδια την πολιτική και θεσμική λογική που πρέπει να πρυτανεύσει για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Από την μία πλευρά έχει διαμορφωθεί ήδη, και τείνει δυστυχώς να επικρατήσει, μια νοοτροπία που μπορεί να συνοψισθεί στην εξής απλή πλην πολιτικά και θεσμικά ανατριχιαστική θέση: σε μια εποχή κρίσης οι συνταγματικές επιταγές κινούνται εξ ορισμού σε τροχιά σχετικοποίησης, ενδεχομένως δε και πλήρους αναίρεσης. Τα πάντα διέπονται, σε ένα μεταβατικό στάδιο το οποίο βεβαίως δεν προσδιορίζεται επακριβώς, από ένα ιδιότυπο «δίκαιο της ανάγκης», το οποίο επιτρέπει, αν δεν επιβάλλει, την λήψη έκτακτων μέτρων, ερήμην των συνταγματικών αρχών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων πάνω στα οποία οικοδομήθηκε το σύγχρονο συνταγματικό κράτος.
Υπό το πρίσμα μιας τέτοιας αντίληψης, η οποία οδηγεί σε έναν διάχυτο και ύπουλο συνταγματικό μιθριδατισμό, δηλαδή σε έναν σταδιακό εθισμό στις παραβιάσεις του Συντάγματος, πρέπει δυστυχώς να αξιολογήσουμε και τις πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίες υπονομεύουν διαρκώς και συχνά απροκάλυπτα τις βασικές συνταγματικές αρχές που δίνουν σάρκα και οστά στην έννοια της Αυτοδιοίκησης.
Κατάργηση αυτοδιοικητικών υπηρεσιών, νομικών προσώπων και επιχειρήσεων και συνακόλουθη διαθεσιμότητα εργαζομένων χωρίς αρχές και κριτήρια, χωρίς αξιολόγηση δομών, λειτουργιών και προσώπων και χωρίς καν να ζητείται η γνώμη των αυτοδιοικητικών φορέων, σε συνδυασμό με την συνεχή συρρίκνωση των ΚΑΠ και την ελλιπή χρηματοδότηση μεταφερόμενων αρμοδιοτήτων, συνθέτουν μια ζοφερή πραγματικότητα επανειλημμένων παραβιάσεων των αρχών της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας. Δηλαδή των αρχών που εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν, ταυτόχρονα, τόσο την έννοα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως την ορίζει το Σύνταγμα, όσο και την έννοια της Τοπικής Αυτονομίας, όπως την προσδιορίζει ο αυξημένης τυπικής ισχύος Ευρωπαϊκός Χάρτης Τοπικής Αυτονομίας.
Αποκορύφωμα δε αυτών των παραβιάσεων αποτελεί αναμφισβήτητα η ενεργός ανάμιξη ενός διοικητικού οργάνου, που κατ’ ευφημισμόν ονομάζεται «Παρατηρητήριο Οικονομικής Αυτοτέλειας των Ο.Τ.Α.» στην κατάρτιση του προϋπολογισμού τους. Η ανάμιξη αυτή εισάγει από το παράθυρο εμφανώς έναν προληπτικό έλεγχο σκοπιμότητας των Ο.Τ.Α., που βρίσκεται ολωσδιόλου εκτός του συνταγματικού πλαισίου, που επιτρέπει ως γνωστόν αποκλειστικά και μόνο έλεγχο νομιμότητας, και μάλιστα με τρόπον που να μην «εμποδίζει την πρωτοβουλία και την ελεύθερη δράση τους».
Στο σημείο αυτό, βέβαια, ανακύπτει εύλογα το ερώτημα: ποιος είναι ο δρόμος που επιβάλλεται να ακολουθήσει η Αυτοδιοίκηση, απέναντι στην παραπάνω προσπάθεια υπονόμευσης του συνταγματικού και πολιτικού ρόλου της;
Ασφαλώς δεν είναι ο δρόμος των οιμωγών και των κραυγών ενός διάχυτου συνταγματικού λαϊκισμού, που βαφτίζει συλλήβδην αντισυνταγματική κάθε μη αρεστή ή κάθε απλώς περιοριστική οικονομική πολιτική. Από την άλλη όμως δεν είναι και ο δρόμος της παραίτησης, πολλώ δε μάλλον της υποταγής.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, και εν προκειμένω η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση, πρέπει αναμφίβολα να αναγνωρίσει τις ιδιαιτερότητες της οικονομικής συγκυρίας και να κρίνει συντεταγμένα, και με όρους θεσμικής αξιοπρέπειας, πού και πόσο πρέπει να υποχωρήσει σε ό,τι αφορά τις οικονομικές διεκδικήσεις της.
Από εκεί και πέρα όμως, οφείλει ταυτόχρονα, ενόψει και της επερχόμενης συνταγματικής αναθεώρησης, να θέσει σαφείς και συγκεκριμένους στόχους, που θα αποβλέπουν προεχόντως στην αποτελεσματικότερη εγγύηση των αρχών της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας
Πέρα όμως από τον αναγκαίο εγγυητισμό, που μπορεί να εξειδικευθεί με σαφείς και ανεπίδεκτες παρερμηνειών απαγορεύσεις παρέμβασης της κεντρικής διοίκησης σε αυτά που αποτελούν τον πυρήνα της αυτοδιοίκησης, απαιτείται και ένα επιθετικό διεκδικητικό πλαίσιο, ώστε να παγιωθεί αλλά και να διευρυνθεί στο μέτρο του εφικτού, ο νέος ρόλος της Αυτοδιοίκησης και ειδικότερα της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης.
Αυτό προϋποθέτει, εν πρώτοις, άρση των συνταγματικών φραγμών για την μετάβαση προς μια σταδιακή ταύτιση, σε περιφερειακό επίπεδο, μεταξύ αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης, με μόνη ίσως εξαίρεση τις αποκεντρωμένες κάθετα μονάδες ορισμένων υπουργείων με διοικητικές ιδιαιτερότητες. Όπου δοκιμάσθηκε μια τέτοια ταύτιση, ιδίως στις Σκανδιναβικές χώρες, είχε θεαματικά αποτελέσματα.
Επιπλέον, απαιτείται μια νέα οριοθέτηση αρμοδιοτήτων, τόσο μεταξύ Κεντρικής Διοίκησης και Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης –με κριτήριο ιδίως την ενίσχυση του κανονιστικού και αναπτυξιακού της ρόλου– όσο και μεταξύ των δύο αυτοδιοικητικών βαθμών, στο πλαίσιο πάντως μιας προσεκτικής διοικητικής μεταρρύθμισης που θα εκκινεί αυτή τη φορά από την καθιέρωση επιτελικής διοίκησης, με ταυτόχρονη αποκέντρωση, καθ’ ύλην ή κατά τόπον, των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, και όχι από την αποσπασματική, εμβαλωματική και συχνά άκριτη μεταφορά αρμοδιοτήτων.
Απαραίτητη είναι, τέλος, και μια νέα θεώρηση των όρων και των προϋποθέσεων της οικονομικής αυτοτέλειας. Η Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση πρέπει, ιδίως, να κάνει μία κρίσιμη επιλογή: θα αρκεσθεί στο υπάρχον σύστημα χρηματοδότησής της, μέσω των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων, επιδιώκοντας απλώς περαιτέρω εγγυήσεις για τα αποδιδόμενα ποσά, τον τρόπο κατανομής τους και τον έλεγχο νομιμότητάς τους, ή θα διεκδικήσει, πλέον, ενεργότερη ανάμιξη και στις ίδιες τις διαδικασίες προσδιορισμού, επιβολής, είσπραξης και κατανομής των φόρων, μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης;
Γνωρίζω και εν μέρει συμμερίζομαι τους δισταγμούς και τους προβληματισμούς ως προς την υιοθέτηση της δεύτερης λύσης. Φοβούμαι όμως, ενόψει της έντασης και της διάρκειας της οικονομικής κρίσης, ότι η οικονομική αυτοτέλεια στην πράξη δεν είναι δυνατόν να διασφαλισθεί όταν η Τοπική Αυτοδιοίκηση θα βρίσκει διαρκώς απέναντί της μια –οποιαδήποτε– κυβέρνηση η οποία θα προβάλλει αφοπλιστικά, έστω και προσχηματικά, το επιχείρημα: «ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος».
Ενδεχομένως, βέβαια, να υπάρχουν κάποιες λύσεις και στο πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος, μέσω για παράδειγμα ενός Συμβουλίου Τοπικής Αυτοδιοίκησης που θα μετέχει ενεργά στην διαχείριση και τον έλεγχο των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων, σε συνδυασμό με την καθιέρωση Ανεξάρτητης Αρχής για την άσκηση συνολικά του ελέγχου νομιμότητας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, για να αποφύγουμε τα φαινόμενα που περιγράφτηκαν προηγουμένως.
Ωστόσο, η πλέον ριζική και βιώσιμη λύση, έστω μακροπρόθεσμα, δεν μπορεί παρά να είναι η δεύτερη, όσο και αν μπορεί να καταστεί αντιδημοφιλής για λόγους πολιτικού κόστους. Σε κάθε δε περίπτωση, η επερχόμενη συνταγματική αναθεώρηση πρέπει να αφήσει ανοιχτό το δρόμο προς μια τέτοια κατεύθυνση, στην οποία μπορεί να στραφεί ο νομοθέτης αργότερα όταν θα έχουν ωριμάσει οι συνθήκες.
Αρκούμαι επίσης να αναφέρω ότι έχει μεγάλη σημασία να καθιερωθεί στο Σύνταγμα στην επόμενη αναθεώρηση διάταξη αντίστοιχη με τις βουλευτικές εκλογές, που να λέει κανένας Νόμος που θα αφορά το εκλογικό σύστημα και τις εκλογικές περιφέρειες της Αυτοδιοίκησης δεν θα μπορεί να ισχύσει για τις επόμενες, θα ισχύει μόνο για τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός αν συγκεντρώνει τα 2/3, ώστε να αποφευχθούν μικροπολιτικές επιλογές.
Συμπερασματικά, εκείνο που νομίζω ότι πρέπει να προκρίνουμε για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, ενόψει της κρίσιμης οικονομικής συγκυρίας, είναι μια αντίληψη ανοιχτή, συμμετοχική και αναπτυξιακή, με ενίσχυση του δημοκρατικού και κοινωνικού χαρακτήρα της αλλά και των θεσμικών της εγγυήσεων σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη συνταγματικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της.
Μια αντίληψη που δεν θα οδηγεί σε εθελοτυφλίες, εύκολους αφορισμούς και δημαγωγικές εξάρσεις αλλά και δεν θα παραδίδει αμαχητί στην εκτελεστική εξουσία την ιστορία της, την θεσμική της παράδοση και τις πολιτικές και κοινωνικές ευαισθησίες της. Και αυτό προϋποθέτει, πρώτα και πάνω απ’ όλα, διαρκή πολιτική εγρήγορση και ισχυρές δόσεις δημοκρατικής και κοινωνικής ευθύνης.


ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ  ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ

Αποτελεί για μας κορυφαίο θέμα πολιτικής η αντιμετώπιση του θεσμικού πλαισίου και της συνεισφοράς μας στην διαφύλαξη και εξέλιξή  του, μέσα από τον τρόπο που λειτούργησε το Περιφερειακό Συμβούλιο και έλαβε τις αποφάσεις της η Περιφερειακή Αρχή.
Η δική μας κριτική εστιάζεται στο πώς ακριβώς προχωρησε , αν ο δρόμος ήταν πάντα ο σωστός, αν πρέπει να αλλάξει κάτι και τι και αν ο απολογισμός της , εκτός από πίνακες έργων του ΕΣΠΑ ενδιαφέρεται για τα κυρίαρχα –κατά την δική μας αντίληψη – θέματα της αντίληψης περί άσκησης αυτοδιοικητικής πολιτικής 
Καποια τέτοια κυρίαρχα θέματα, θα μπορούσαν  ενδεικτικά να τεθούν με απλά ερωτήματα :
-η πρώτη θητεία της Περιφερειακής  αρχής κατάφερε να εμπνεύσει κλίμα εμπιστοσύνης στους πολίτες για τις δυνατότητες του νέου θεσμού;
- πιστεύουν οι πολίτες ότι εδώ, στην Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση η ανάπτυξη του τόπου μας, η ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και των δημιουργικών δυνάμεων των ανθρώπων του , γίνονται με τρόπο ώστε να επιλυθούν θέματα της καθημερινής ζωής των πολιτών, όπως η ανεργία, η υψηλού επιπέδου υγεία, τα καλά σχολεία, το καθαρό περιβάλλον, η ασφάλεια;
- η  ανούσια, γραφειοκρατική, συντηρητική και παλαιοκομματική διαχείριση που ασκούταν στο παρελθόν , έχει οριστικά τελειώσει ή μήπως ακόμη υπάρχουν περιπτώσεις που τη θυμίζουν ;



Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη δυσμενή συγκυρία στην οποία καλείται να λειτουργήσει ο θεσμός της Αιρετής Περιφέρειας. Η μεγάλη ατυχία του Καλλικράτη ήταν ότι συνέπεσε με την πρωτοφανή δημοσιονομική κρίση και την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών. Μοιραία ο Καλλικράτης έχει χάσει την αίγλη του και την αρχική προωθητική του δύναμη.
Η δυσμενής συγκυρία, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι Αιρετές Περιφέρειες διαθέτουν στο νέο τοπίο ασύγκριτα μεγαλύτερες δυνατότητες αναπτυξιακής παρέμβασης σε σχέση με τις παλιές Νομαρχίες. Αρκεί να αναφερθεί η αρμοδιότητα διαχείρισης του Περιφερειακού ΕΣΠΑ και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, καθώς και η χορήγηση των ενισχύσεων του Αναπτυξιακού Νόμου για να αντιληφθούμε πόσο σημαντικά είναι τα εργαλεία που διαθέτουν πλέον στα χέρια τους οι Περιφέρειες για να στηρίξουν την περιφερειακή ανάπτυξη.
Εκεί ακριβώς έγκειται και το μεγάλο στοίχημα των Περιφερειών
Εχουμε πλεον τη δυνατότητα να αναλάβουμε γενναίες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, αξιοποιώντας στο έπακρο τα νέα αυτά θεσμικά εργαλεία και να δώσουμε νέα ώθηση στη Θεσσαλία, μακριά από το ρόλο του συμβιβασμένου διαχειριστή των κρατικών ή κοινοτικών επιχορηγήσεων, με κριτήρια πελατειακά ή κομματικά που έρχονται από τόσο παλιά - και ξέρουμε που μας έφτασαν…

Το όραμα της Περιφερειακής Ολοκλήρωσης δεν είναι μια θεωρητική αναζήτηση για τους σύγχρονους στοχαστές, αλλά μια υπαρκτή δυνατότητα των διοικούντων.
Απλά, επιλέγεις και πράττεις:
-         Μια επιλογή είναι να καταρτίζεις  έναν συνεκτικό και ολοκληρωμένο αναπτυξιακό  σχεδιασμό και να διαχειρίζεσαι το ΕΣΠΑ και την ένταξη των νέων έργων και δράσεων συλλογικά και συμμετοχικά με δημοκρατικό προγραμματισμό , διαύγεια και δημόσια επιχειρηματολογία
-         Η αντίθετη επιλογή είναι , αντί  να εντάσσονται νέα έργα με προστιθέμενη αξία στο όραμα της περιφερειακής ολοκλήρωσης, να αναζητούνται κατεπειγόντως έργα με στοιχειώδη ωριμότητα, χωρίς καμία εσωτερική συνοχή, τα οποία συχνά απηχούν τις προσωπικές πολιτικές των τοπικών αρχόντων, μόνο και μόνο για να φανεί δήθεν πρόοδος στην απορρόφηση… Πολλές φορές, σ’αυτή την επιλογή , αντί να προτιμώνται έργα με αναπτυξιακή ώθηση, επιλέγονται ήδη ολοκληρωμένα και αποπληρωμένα έργα , τα οποία αποτελούν πολλές φορές αθέμιτη οικειοποίηση των επιτυχιών και των έργων άλλων φορέων!

Είναι αλήθεια ότι διαπιστώθηκε άγχος της Περιφερειακής Αρχής σχετικά με την πολυσυζητημένη απορροφητικότητα, για την οποία όμως ήδη έχουμε πολλές φορές επισημάνει ότι τα αριθμητικά στοιχεία δείχνουν ότι η σημαντική πρόοδος και επιτάχυνση στο ΕΣΠΑ επιτεύχθηκε από τις αρχές του 2010 έως τον Ιούνιο του 2011, όταν υπεύθυνη για αυτό ήταν η κρατική Περιφέρεια, ενώ  την τελευταία διετία είναι κοινό τοις πάσι ότι στην προετοιμασία για την ένταξη των νέων έργων, αν δεν ανταποκρινόταν άμεσα οι υπηρεσίες της Αποκενρωμένης Διοίκησης (δασικές,ΠΕΧΩ, Υδάτων κλπ) δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να ενταχθούν τα συγκεκριμένα έργα 

(((((((Η Αιρετή Περιφέρεια σηματοδότησε μια μεγάλη τομή τον αυτοδιοικητικό και θεσμικό χάρτη της χώρας, καθώς και ένα ποιοτικό άλμα σε σχέση με τις παλιές αιρετές Νομαρχίες
Αρκεί να αναφερθεί ότι την πρώτη διετία της Αιρετής Περιφέρειας Θεσσαλίας και χωρίς να υπάρξει κάποια ουσιαστική μείωση στα έσοδα από ΚΑΠ της Περιφέρειας σε σχέση με τις τέσσερις Θεσσαλικές Νομαρχίες, οι πληρωμές για έργα που έγιναν σε Καρδίτσα και Μαγνησία υπολείπονται κατά 57% και 40%  σε απόλυτους αριθμούς συγκριτικά με τα ποσά που δαπανήθηκαν από τις Νομαρχίες τα δύο πρώτα χρόνια της θητείας τους. Δηλαδή ενώ το 2007 και το 2008 δαπανήθηκαν από τις Νομαρχίες σε Καρδίτσα και Μαγνησία 46 και 50 εκ. ευρώ αντίστοιχα, η Περιφέρεια πλήρωσε μόλις 20 και 30 εκ. ευρώ στους ίδιους νομούς, παρότι είχε αναλάβει και τη διαχείριση του ΕΣΠΑ!
Στον αγώνα όμως  των Νομαρχιών και της Περιφέρειας, ακόμη και η ισοπαλία είναι βαριά ήττα .


Σεβόμαστε την προσπάθεια και το έργο της Περιφερειακής Αρχής  για το έργο, τις προθέσεις και την προσφορά του στον τόπο μας.
Απαιτείται όμως νέα αντίληψη , συνέργεια και πραγματικός δημοκρατικός προγραμματισμός .
Το Π.Σ., το ανώτατο αιρετό πολιτικό συμβούλιο της Θεσσαλίας είναι άνευ χαρτοφυλακίου!!
Δεν  συζητά για την επιλογή , τη σκοπιμότητα και την προτεραιότητα των έργων . Δεν αποφασίζει ποτέ στην πραγματικότητα γι’αυτό, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η πεποίθηση στους πολίτες ότι η μοιρασιά των πόρων του ΠΕΠ γίνεται με ευνοιοκρατικά κριτήρια, ενθαρρύνονται  σχέσεις πελατειακής εξάρτησης με  τοπικούς φορείς κλπ
Εξαιρετικά σημαντικές πρωτοβουλίες μένουν στα χαρτιά, ανολοκλήρωτες και θεσμικά ξεθωριασμένες πλέον μετά τη σαφή υποτίμησή τους .
Το «ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΚΑΛΑΘΙ», έμεινε άδειο
Το «Παρατηρητήριο Περιβάλλοντος», αόρατο
ο  «Πόλος Καινοτομίας» τρία χρόνια άφαντος 
και η τόσο μα τόσο σπουδαία «Επιτροπή Διαβούλευσης», στα αζήτητα, σε καμία σχέση συνύπαρξης και ανταλλαγής ιδεών με το Περιφερειακό Συμβούλιο και την Περιφερειακή Αρχή

Πολιτισμός  επιχορηγήσεις το  2011 118
                                                          2012 196
                                                          2013 236
Χωρίς ιεράρχηση
Πολιτιστικός χάρτης δεν υπήρξε
Δικτύωση δεν υπήρξε
Τουριστικός Χάρτης δεν υπήρξε
Δικτύωση δεν υπήρξε
Αγροτοδιατροφικός χάρτης
Δικτύωση δεν υπήρξε

Η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων σε τομείς  όπως π.χ. στον αγροδιατροφικό τομέα και ο εντοπισμός παράλληλα των χρηματοδοτικών εργαλείων για τη στήριξή τους, σε συνεργασία με τις αγροτικές ενώσεις και τους επιστημονικούς φορείς της Περιφέρειας, όπως σπουδαίο είναι να  εντοπίσουν έστω  ένα ή δύο έργα μεγάλης αναπτυξιακής εμβέλειας, τα οποία δεν θα τα δανειστούν έτοιμα από το παρελθόν, αλλά θα έχουν την τόλμη και τη γνώση να τα σχεδιάσουν, να τα εντάξουν και να τα υλοποιήσουν για πρώτη φορά, ως δική τους μικρή ή μεγάλη συμβολή στο αναπτυξιακό μέλλον του τόπου.

Η συσσωρευμένη απογοήτευση της κοινωνίας έναντι του καταρρέοντος πολιτικού συστήματος, καθώς και η αίσθηση ασφυξίας απέναντι στο διαφαινόμενο αναπτυξιακό αδιέξοδο της χώρας μας, μεγαλώνουν κατά πολύ τις ιστορικές ευθύνες της Αιρετής Περιφέρειας και την καλούν να δικαιώσει τις προσδοκίες που δημιούργησε η θεσμοθέτησή της. Αν όντως θέλουμε να ελπίζουμε ότι οι Περιφέρειες θα είναι ο μοχλός της ανασυγκρότησης της πατρίδας και του απεγκλωβισμού από το ατελέσφορο Μνημόνιο, πρέπει να τολμήσουν να εφαρμόσουν πολιτικές που δεν θα τις καθιστούν μέρος του προβλήματος της χώρας.

Μπορούμε να εισάγουμε νέες αντιλήψεις και πρακτικές στην αυτοδιοίκηση.
Οφείλουμε να ανοίξουμε καινούριους δρόμους σ’αυτούς που έρχονται .
Ας ακούσουμε αυτά που λένε οι νέοι κι ας μη φοβηθούμε να μοιραστούμε τη δύναμη του μυαλού μας, τη θέληση της ψυχής μας για τον Ανθρωπο και τον Τοπο μας


Δεν υπάρχουν σχόλια: